- αἰθερόπλαγκτος
- αἰθερόπλαγκτοςto be high in airmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αιθερόπλαγκτος — αἰθερόπλαγκτος, ον (Α) αυτός που πλανάται στον αιθέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰθήρ* + πλαγκτός < πλάζω «πλανώ, περιπλανώ»] … Dictionary of Greek
αἰθερόπλαγκτον — αἰθερόπλαγκτος to be high in air masc/fem acc sg αἰθερόπλαγκτος to be high in air neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιθέρας — Οργανική χημική ένωση του τύπου C2Η5 Ο C2Η5. Λέγεται και διαιθυλαιθέρας ή θειικός α. Είναι σώμα υγρό, άχρωμο, ελαφρύτερο από το νερό και πολύ πτητικό. Παρασκευάζεται βιομηχανικά με συνθέρμανση αιθυλικής αλκοόλης και πυκνού θειικού οξέος (γι’ αυτό … Dictionary of Greek